Μισή Ώρα Και Κάτι...
Στην εφηβεία, όταν άνοιγε τα μάτια του, συναντούσε το βλέμμα της μητέρας του καθώς εκείνη χαμογελούσε λυτρωτικά πάνω από το προσκεφάλι του μιας και η απόπειρά της να συνδέσει τον οικείο ήχο της φωνής της με τα όνειρά του για να τον επαναφέρει στην πραγματικότητα είχε επιτέλους στεφθεί με επιτυχία. Μέχρι σήμερα λατρεύει τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή μεταξύ "φθοράς και αφθαρσίας". Τόσο που ακόμα ρυθμίζει το ξυπνητήρι μερικά λεπτά νωρίτερα από την ώρα στόχο πριν βεβαιωθεί, με το δεύτερο ρυθμικό χτύπημα, πως ήρθε η ώρα να πατήσει και πάλι στη Γη.
Το ταξί που προπορευόταν δεν έλεγε να αυξήσει ταχύτητα και ενώ αναρωτήθηκε για ένα δευτερόλεπτο πόσα χρήματα επιπλέον θα χρέωνε ο οδηγός του τον άτυχο επιβάτη, έκανε αριστερά αλλάζοντας λωρίδα και βάζοντας το λεβιέ για πρώτη φορά εκείνο το απόγευμα στην τρίτη ταχύτητα πριν μειώσει και πάλι την ορμή του αυτοκινήτου πίσω από ένα φορτηγάκι. Οι δρόμοι της Αθήνας κάθε απόγευμα έμοιαζαν με πολύβουο μελίσσι που δεν έλεγε να κοπάσει. Μα εκείνο το απόγευμα ειδικά νόμιζε πως κάθε φανάρι διαρκούσε αιώνες και αναλογιζόμενος την υπόσχεσή του στον Ανδρέα να βρίσκεται σε μισή ώρα στο στέκι, έφερε στο μυαλό του αυτόματα μερικές διαφορετικές επιλογές που θα μπορούσε να ακολουθήσει σε αυτή τη διαδρομή. Τζίφος! Ο νέος δρόμος που επέλεξε έμοιαζε σημαντικά πιο δύσβατος και καθώς κάθε στροφή δεξιά απαγορευόταν στο σημείο που βρισκόταν, δεν του έμενε άλλη επιλογή από το να ακολουθήσει στωϊκά το υπόλοιπο κοπάδι.
Επιλογή... Τι θαυμάσια λέξη. Πόσα ψέματα και πόση αλήθεια χώρεσε τα τελευταία 32 χρόνια της ζωής του σε αυτή τη λέξη. Επέλεξε να μην ακολουθήσει το δρόμο του αθλητή, ακόμα κι αν το σώμα και ταλέντο του στην μπάλα έκανε φίλους και προπονητές να ζητοκραυγάζουν χειροκροτώντας τις περισσότερες εμφανίσεις του. Όμως εκείνος, προτίμησε τα γράμματα. Μετά από έναν αιφνίδιο τραυματισμό στο γόνατο, αποφάσισε να εξερευνήσει μια άλλη πτυχή του εαυτού του και να αφοσιωθεί στη μελέτη. Ξεκίνησε με την ανάγνωση ιστορικών βιβλίων και παρόλο που το ενδιαφέρον του για τον αθλητισμό δεν είχε μειωθεί, σύντομα ανακάλυψε έναν άλλο μαγευτικό κόσμο στον οποίο αφιέρωσε και τον περισσότερο από τον ελεύθερο εφηβικό του χρόνο. Παίρνοντας παράδειγμα από τον πατέρα του, που κάθε απόγευμα κρατούσε κάποιο βιβλίο, συνήθως φυσικής ή αστρονομίας, ξεκίνησε να διαβάζει την ιστορία του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου και δεν σταμάτησε μέχρι να καταβροχθήσει όσα βιβλία, αρκετά κατά γενική ομολογία, οι γονείς του στοίβαζαν κάθε χρόνο στην βιβλιοθήκη "Θηρίο" που δέσποζε στον μακρύ κεντρικό τοίχο του σαλονιού.
"Θα προχωρήσεις καμιά φορά;" η άγνωστη αγριεμένη φωνή του εκνευρισμένου οδηγού που είχε κολλήσει πίσω του τον συνέφερε απότομα και ζητώντας συγνώμη με το χέρι έβαλε πρώτη και πατώντας απότομα το γκάζι ανάγκασε τον Ήρωα να ζωντανέψει ξαφνικά σαν "Θηρίο". Χαμογέλασε συλλογιζόμενος πόσο παράξενα συνδέεται η σκέψη με την πραγματικότητα ώρες-ώρες. Δεν είχε πολύ ώρα ακόμα για ονειροπολήσεις. Ο Ανδρέας πρέπει να είχε ήδη φτάσει στο στέκι. Έσβησε το τσιγάρο στο τασάκι του αυτοκινήτου και αποφασιστικά πάτησε το αυτόματο πλήκτρο της μνήμης επανάκλησης του "εργαλείου" ή αλλιώς του κινητού.
"Έλα Ανδρέα, έφτασες; Εγώ έχω πήξει στην κίνηση. Πιστεύω πως σε κανένα τέταρτο θα είμαι εκεί."
"Μην ανησυχείς. Και εγώ τώρα μπήκα. Το περίεργο είναι ότι βρήκα "τυχαίως" και το Λάζαρο εδώ. Έχουμε καθήσει μέσα και σε περιμένουμε."
"Καλώς. Μέχρι να φτάσω, παραγγείλτε μου ένα φραπέ και θα τα πούμε από κοντά."
"Έγινε ρε φίλε. Μην ανχώνεσαι. Εδώ θα'μαστε."
"Σε κλείνω. Ο τροχονόμος είναι απέναντί μου."
"Χα, χα! Τα λέμε".